αζάτης

αζάτης
ο [αζάτι]
1. απειθάρχητος, ανυπότακτος, άτακτος
2. αυτός που δεν σύρει πίσω του ζώο
α) ελεύθερος, χωρίς βάρος
β) πεζός
3. άγαμος, ανύπαντρος (με επίδραση τού αζάπης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”